Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
The Burning Man
Look,
he entered the fire! Said someone in the crowd
We
quickly turned our eyes. It was
really
him, he who faced away when we
talked
to him. And now he’s burning. Yet he doesn’t scream for help.
I
hesitate. I’m thinking of going there. To touch him with my hand.
I
am by nature made to be curious.
Who
is he that spends his life so proud?
Is
not his human body in pain?
The
land here is sombre. And tough. I fear.
It’s
not your fire, do not stir ˗ they said.
Yet
he was burning alone. Completely alone.
And
while he was fading away all the more his face would sparkle.
He
was transforming into a sun.
In
our day and age, same as past eras
there
are those inside the fire and others who applaud.
The
poet is torn in half.
Takis
Sinopoulos
Translated
by Aziz Odilon
(Picture: Spiritual Harmony, Roger Weik)
No comments:
Post a Comment